- αποστερητικός
- ἀποστερητικός, ή, -όν (Α)αυτός που αποστερεί κάτι από κάποιον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀποστερητικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποστερητικόν — ἀποστερητικός of masc acc sg ἀποστερητικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποστερητικήν — ἀποστερητικός of fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποστερητρίδα — ἀποστερητικός of fem acc sg ἀποστερητρίς for cheating fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)